Στις 2/11 ημέρα Τρίτη δύο Ομάδες Φίλων του Μουσείου Μπενάκη επισκέφθηκαν το νέο απόκτημα της Αθήνας το Μουσείο Διονυσίου Λοβέρδου – παράρτημα του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου (Β&ΧΜ ). Το οίκημα αυτό είχε περιέλθει από το 1912 στην κατοχή του εν λόγω Τραπεζίτη (Διοικητής της Λαϊκής Τράπεζας, μετέπειτα Λαϊκή & Ιονική Τράπεζα και τελικά Alpha Bank), διότι ο σπουδαίος αρχιτέκτων Ernest Ziller, του οποίου ήταν κατοικία από το 1885, είχε χρεοκοπήσει κατόπιν διαφόρων άτυχων οικονομικών ενεργειών του. Ο Λοβέρδος εγνώριζε τον Ziller καθώς και την οικογένειά του, διότι η σύζυγος Ziller, Σοφία Δούδου ήταν πολύ γνωστή πιανίστα και παρέδιδε μαθήματα πιάνου στο σπίτι της στην οδό Μαυρομιχάλη 6 στη γνωστή περιοχή «Νεάπολις». Ο Λοβέρδος ήταν μανιώδης συλλέκτης κυρίως εικόνων μεταβυζαντινής περιόδου (Κρητικής Σχολής και Επτανησιακής 16ου, 17ου, 18ου αιώνα), την οποία συλλογή ήθελε να αξιοποιήσει εκθέτοντάς την σ’ ένα τέτοιου επιπέδου μέγαρο. Το μέγαρο Ziller είναι κτισμένο σε ένα οικόπεδο 400τμ., είναι υπερυψωμένο ισόγειο με όλη την πρόσοψή του επί της οδού Μαυρομιχάλη, διαθέτει δε και αυλή στο πίσω μέρος του κτηρίου. Ο Ziller είχε αποφασίσει το κτήριο να γίνει επιβλητικό, χρησιμοποιώντας όμως υλικά απλά, που να εμφανίζονται ως πολυτελή. Ο ρυθμός του κτηρίου, όπως μας εξήγησε ο εξαίρετος καλλιτέχνης-αρχαιολόγος, Τμηματάρχης του Β&ΧΜ, κ. Περίανδρος Επιτροπάκης, ο οποίος εξενάγησε τις ομάδες των Φίλων, είναι νεοκλασσικός, ο ρυθμός αναπτύσσεται στον όροφο και εκεί αναγνωρίζεται. Όλα τα διακοσμητικά της πρόσοψης είναι κεραμικά βαμμένα λευκά για να μοιάζουν με μαρμάρινα (καρυάτιδες, κολώνες, κιονόκρανα κ.λπ.). Μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε μόνο στην είσοδο. Το κτήριο έχει για την εποχή που κτίσθηκε (1882-1885) δύο πρωτοτυπίες, δηλαδή κεντρική θέρμανση με ατμό από το υπόγειο και παντελή έλλειψη εξώστου, διαθέτει μόνον παράθυρα με ξύλινα ρολλά για εξώφυλλα.
O Ziller ήταν μέλος της Τεκτονικής Στοάς και γι’ αυτό το λόγο είχε προβλέψει στο υπόγειο του κτηρίου ένα μικρό πολυγωνικό κτίσμα με εμφάνιση μικρού ναΐσκου, για να απομονώνεται όταν ήθελε. Η κατοικία Ziller και το Ιλίου Μέλαθρον, η κατοικία Ερρίκου Σλήμαν κτίζονταν μάλλον εκ παραλλήλου μέσα στη δεκαετία 1880-1890 και τα συνεργεία ήσαν μάλλον κοινά και για τα δύο κτίσματα. Υπήρχε φιλία μεταξύ των δύο ανδρών από όταν ήσαν στη Γερμανία. Ο καλλιτέχνης Subic εφιλοτέχνησε και τα δύο κτήρια, εζωγράφισε τις οροφές, τους τοίχους κ.λπ. καθ’ ότι πίνακες δεν υπήρχαν στους τοίχους επί Ziller. Μετά ο Λοβέρδος εκόλλησε βενετσιάνικες ταπετσαρίες κ.λπ. στο πλαίσιο των αλλαγών που έκανε στο σπίτι. Το σπίτι ήταν τριώροφο, οπότε ο Λοβέρδος απεφάσισε να εκθέσει τη συλλογή του στο υπόγειο, διαμορφώνοντας το χώρο σε απλή βασιλική (ρυθμός βασιλικής). Βεβαίως ο Λοβέρδος έκανε και άλλες αλλαγές κατά το τέλος της δεκαετίας του 1920 (1929, 1930). Ο Ziller είχε ήδη αποβιώσει από το 1923. Ο Διονύσιος Λοβέρδος για τις αλλαγές είχε συμβουλευθεί τον γνωστό αρχιτέκτονα Ζάχο, ο οποίος είχε ασχοληθεί με την αποκατάσταση των ζημιών του Ι. Ναού Αγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης μετά τη μεγάλη πυρκαϊά του 1917. Ο Ζαχος με την άφιξή του στην Αθήνα συνεργάσθηκε στενά με τη λαογράφο Αγγελική Χατζημιχάλη, η οποία συνέβαλε και αυτή στις διάφορες επιτυχείς ή μη μετατροπές του σπιτιού.
Ο Λοβέρδος απεβίωσε το 1934. Η χήρα Λοβέρδου και οι δύο κόρες του αντιμετώπισαν οικονομικές δυσκολίες και οικογενειακά πλήγματα. Η περίφημη συλλογή των εικόνων δωρήθηκε από την Ιωάννα Λοβέρδου-Βασιλειάδη, θυγατέρα, στο Ελληνικό κράτος, καθώς και το σπίτι. Μετά από περιπέτειες πολλών ετών αποκαταστάθηκε και άνοιξε τις πόρτες του δειλά στο κοινό. Επισήμως προβλέπεται να ανοίξει γύρω στις γιορτές του λήγοντος έτους. Αρκετές εικόνες της συλλογής είχαν ήδη αναρτηθεί κυρίως στο χώρο του υπογείου.
Η ξενάγηση διήρκεσε δυόμιση ώρες και οι Φίλοι έφυγαν ενθουσιασμένοι και γοητευμένοι από όσα είδαν και άκουσαν από τον εξαιρετικό ομιλητή και γνώστη του χώρου κ. Επιτροπάκη.
Ρωξάνη Τσιμπιροπούλου
Φωτογραφίες: Ρωξάνη Τσιμπιροπούλου