Οι Φίλοι του Μουσείου Μπενάκη επισκεφθήκαμε για τρίτη φορά την Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, για να ξεναγηθούμε στην υπέροχη έκθεση «Κωσταντίνος Παρθένης (1878-1967). Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του». Η έκθεση είναι η πρώτη ολοκληρωμένη αναδρομική του σημαντικότατου ζωγράφου της νεοελληνικής τέχνης και παρουσιάζει περίπου 200 έργα, ζωγραφικούς πίνακες και σχέδια. Ο Κων/νος Παρθένης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον Μάιο του 1878 από μητέρα Ιταλίδα ευγενικής καταγωγής και πατέρα Έλληνα αλεξανδρινό γόνο εύπορης οικογένειας.
Ο Παρθένης από μικρός έδειξε την κλίση του προς τη ζωγραφική, σε ηλικία 16-17 ετών (1894-1995) επήγε στη Βιέννη όπου σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών και στο Ωδείο (1897-1903). Σε ηλικία 25 ετών (1903) ήλθε για λίγο στην Ελλάδα, συνέχισε στην Κωνσταντινούπολη και κατέληξε στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Pablo Picasso (1881-1973), τον Henri Matisse και μελέτησε το έργο του Paul Cezanne. Το 1917 επέστρεψε στην Αθήνα μετά από παρότρυνση της συζύγου του Ιουλίας Βαλσαμάκη-Παρθένη και έλαβε την ελληνική ιθαγένεια. Ο ζωγράφος το 1920 παρουσίασε μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Ζάππειο με περισσότερα από 200 έργα, ελαιογραφίες και σχέδια. Βραβεύτηκε με το Εθνικό Αριστείο Ζωγραφικής. Ο θαυμασμός για το έργο και η φιλία του με σημαντικούς παράγοντες της πολιτικής και καλλιτεχνικής ζωής τού εξασφάλισαν τον διορισμό του στη Σχολή Καλών Τεχνών (1929). Οι καινοτομίες όμως στη διδασκαλία του και η ενδιάθετη υπεροψία του προκάλεσαν την καχυποψία και την εχθρότητα των συναδέλφων του, ώστε ο μεγάλος δάσκαλος να απομονωθεί και τελικώς να παραιτηθεί από τη Σχολή το 1947.
Ο Παρθένης από το 1920 εστιάσθηκε σε αλληγορικές και συμβολικές παραστάσεις με τη σταδιακή υποχώρηση του χρώματος, ώστε να ακολουθήσει την αναλυτική φάση του κυβισμού στο τέλος της ζωής του (1967). Βεβαίως, το έργο του το χαρακτηρίζει μια εξιδανίκευση της Ελλάδας, με στοιχεία μοντέρνα σε συνδυασμό με τη βυζαντινή τέχνη που λάτρευε και γνώριζε πολύ καλά.
Κείμενο & φωτογραφίες: Ρωξάνη Τσιμπιροπούλου