Άρτεμις Σκουμπουρδή.
Μέλος ΔΣ των Φίλων
«Έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη» και …μύρισε Άνοιξη. Η εαρινή επέλαση συνδέεται πάντοτε με τις συμβολικές κορυφαίες γιορτές, τον Θάνατο και την Ανάσταση του Θεού. Μολονότι, φέτος, βιώνουμε πρωτόγνωρες, δυσάρεστες μέρες υπό τον εφιάλτη της φοβερής πανδημίας, για μας, η σπουδαιότητα και οι συμβολισμοί δεν υποβαθμίζονται.
Ο Θεός που πεθαίνει και ανασταίνεται είναι μια πολύ παλαιά ιστορία για τους Έλληνες. Είναι ο Άδωνις και ο Διόνυσος της αρχαιότητας, ο Χριστός της εποχής μας. Το θαύμα της φύσης που κάθε Άνοιξη αναγεννάται και κάνει τα παρηκμασμένα από την παγωνιά του χειμώνα δένδρα και φυτά να ξαναβλαστήσουν και να ανθίσουν. Όλα αυτά, οι αρχαίοι Έλληνες τα συνέδεσαν με την Ανάσταση του Διονύσου και του Αδώνιδος. Λάτρεψαν, λοιπόν, τον Διόνυσο και τον Άδωνι σαν θεούς της βλάστησης, που πεθαίνουν και ανασταίνονται όπως ο Όσιρις των Αιγυπτίων και ο Ιησούς των Χριστιανών.
Ο ερχομός της Άνοιξης συνοδευόταν από τον εορτασμό των Μεγάλων Διονυσίων, μίας από τις κυριότερες εορταστικές εκδηλώσεις των αρχαίων Ελλήνων και ιδιαίτερα των Αθηναίων.
Κατά τη διάρκειά τους ελάμβαναν χώρα οι σημαντικότεροι θεατρικοί αγώνες της αρχαιότητας. Αλλά οι γιορτές που συγγενεύουν περισσότερο με το Θείο Δράμα είναι τα «Αδώνια».
Ο Άδωνις γεννήθηκε από τον κορμό της Μύρρας, δηλαδή της Μυρτιάς. Ήταν πολύ όμορφος, τόσο όμορφος που η θεά Αφροδίτη, για να μην της τον πάρουν, τον έκρυψε μέσα σε ένα κιβώτιο και τον έδωσε στην Περσεφόνη να τον φυλάει. Η θεά του Άδη άνοιξε το κουτί, είδε το ωραίο αγόρι και, τότε, αρνήθηκε να το επιστρέψει στην Αφροδίτη. Όπως ήταν φυσικό, οι δύο θεές ήρθαν σε ρήξη για την διεκδίκηση του Αδώνιδος και η διαμάχη τους λύθηκε από τον Δία. Ο βασιλιάς των θεών μοίρασε ως εξής την κατοχή του Αδώνιδος: ένα μέρος του χρόνου θα έμενε μόνος του για να αναπαύεται, ένα διάστημα θα το περνούσε συντροφιά με την Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο και το τρίτο με την Αφροδίτη. Ο Άδωνις, όμως, επειδή αγαπούσε πολύ την Αφροδίτη, της διέθεσε και τον δικό του προσωπικό χρόνο.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις του Απολλόδωρου του Αθηναίου, ο Άδωνις υπήρξε λάτρης του κυνηγιού. Μια αποφράδα ημέρα, λοιπόν, καθώς κυνηγούσε, πληγώθηκε θανάσιμα από έναν αγριόχοιρο. Στο απεγνωσμένο κάλεσμά του, η Αφροδίτη έτρεξε να του συμπαρασταθεί και στην απελπισία της πάτησε μία τριανταφυλλιά. Τα αγκάθια πλήγωσαν τα πόδια της θεάς και, τότε, το αίμα της έβαψε κόκκινα τα άσπρα τριαντάφυλλα του απαράμιλλου άνθους. Έτσι, δημιουργήθηκαν τα κόκκινα ρόδα από το αίμα της θεάς του έρωτα. Η Αφροδίτη έκλαιγε και οδύρετο πάνω στο σώμα του νεκρού Αδώνιδος και από τα δάκρυά της φύτρωσαν οι ανεμώνες.
Σε ανάμνηση του μύθου, κάθε χρόνο γύρω στις 21 με 23 Μαρτίου οι Έλληνες γιόρταζαν τον «Αφανισμό» του Αδώνιδος που συμβόλιζε την καταστολή της φύσης κατά την περίοδο του Χειμώνα.
Ειδικά για την αρχαία Αθήνα, ο Πλούταρχος αναφέρει πως «οι Αθηναίες τιμώντας τον νεκρό Άδωνι, εξέθεταν σε δημόσια θέα ομοιώματα νεκρών για ενταφιασμό, χτυπούσαν το στήθος τους στις κηδείες και συνόδευαν τις τελετές εκείνες με μοιρολόγια».
Ο ελληνισμός της αρχαιότητας συνόδευε το κέρινο ομοίωμα του νεκρού Αδώνιδος και μοιρολογούσε τον ωραίο αδικοχαμένο νέο που έσβησε στο άνθος της ηλικίας του, στα 33 του χρόνια. Κατά την τελετή ξεχώριζαν πάνω στα πεζούλια των παραθύρων και στους εξώστες των σπιτιών, ανάμεσα στα αναμμένα κεριά και τα λιβανιστήρια, πινάκια με φυτεμένες δροσερές πρασινάδες. Δεν ήταν παρά σπόροι σιταριού και φακής που με το νερό φύτρωναν και βλάσταιναν γρήγορα και, ξαφνικά, πάνω στην ακμάδα τους μαραίνονταν. «Σκιάς όναρ» ήταν, όπως και οι εφήμεροι θνητοί. Συμβαίνει με τις πρασινάδες αυτές ό,τι και με «τον ωραίο κάλλει παρά πάντας βροτούς» που τότε ήταν ο Άδωνις, ο Διόνυσος, ο εξ Αιγύπτου Όσιρις και αιώνες αργότερα ο Ιησούς των Χριστιανών.
Αργότερα οι Έλληνες, λάτρεις του κάλλους, ασπάζονται τον Χριστιανισμό και διατηρούν ευλαβικά τα ριζωμένα μέσα τους πατροπαράδοτα έθιμα. Λάτρεψαν τον Χριστό, όπως άλλοτε τους ωραίους αδικοχαμένους θνήσκοντες θεούς.
Ο θρήνος για το «πού έδυ το κάλλος» έσκιζε τις καρδιές των Ελλήνων κάθε χρόνο όπως και σήμερα. «Λες και ο Εσταυρωμένος είναι Πανώριος Άδωνις Ροδοπεριχυμένος» ομολογεί ο ποιητής Κωστής Παλαμάς. Υπάρχει ένα αρχαίο επιτύμβιο επίγραμμα του Επιγραφικού Μουσείου που λέει «Διαβάτη, κοίταξέ τον και λυπήσου τον, που, αν και ήταν τόσο ωραίος, πέθανε!».
Σχετικό είναι και ένα άλλο επιτύμβιο επίγραμμα που αποδίδεται στον Πλάτωνα: «…Πρώτα ανάμεσα στους ζωντανούς έλαμπες άστρο-Αυγερινός, τώρα ανάμεσα στους νεκρούς λάμπεις-αποσπερίτης».
Χρόνια μετά, η λαϊκή Μούσα μοιρολογεί: «Ήλιε μου, πώς εβιάστηκες να πας να βασιλέψεις; … Τον νέο που συνεβγαίνουμε, τι έχουμε να του πούμε: Πού ‘το ψηλός σαν Άγγελος, λιγνός σαν κυπαρίσσι / πού ‘χε το Μάη στις πλάτες του, την Άνοιξη στα στήθη, τ’ άστρα και τον Αυγερινό στα μάτια και στα φρύδια…».
Τα μοιρολόγια και το «ξόδι» διαρκούσαν, όπως και σήμερα, μερικές ώρες. Η «εύρεσις», δηλαδή η Ανάσταση του Αδώνιδος, του Διονύσου, του Όσιρη όπως και έπειτα του Ωραίου Ναζωραίου, γέμιζε αισιοδοξία τις καρδιές των Ελλήνων.
Ακατάλυτες μνήμες, ισχυροί συμβολισμοί μύθων και ιστορικών δρωμένων που μεταφέρονται διαχρονικά στις παραδόσεις των Ελλήνων. Η νίκη της Άνοιξης ενάντια στον χειμώνα και την καταστολή της φύσης. Η αναγέννηση της φύσης και η Ανάσταση του Θεού! Ο θρίαμβος της ζωής ενάντια στον θάνατο. Το τέλος και η αρχή. Η δικαίωση και η λύτρωση ύστερα από τη δοκιμασία…